- τοιχογραφώ
- τοιχογραφῶ, -έω, ΝΜΑ [τοιχογράφος]γράφω ή ζωγραφίζω σε τοίχο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοιχογραφώ — τοιχογράφησα, τοιχογραφήθηκα, τοιχογραφημένος, ζωγραφίζω σε τοίχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοιχογράφηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τοιχογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. τοιχογράφησις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κατατοιχογραφώ — κατατοιχογραφῶ, έω (Α) γράφω εναντίον κάποιου πάνω στον τοίχο («οἱ δὲ πρῶτον μὲν κατετοιχογράφησαν αὐτοῡ τοιαῡτα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τοιχογραφῶ, που στην Αρχαία Ελληνική απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
τοιχογράφημα — το, Ν καθετί που είναι ζωγραφισμένο σε τοίχο, τοιχογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γρ. Γ. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
εικονογραφώ — εικονογράφησα, εικονογραφήθηκα, εικονογραφημένος, μτβ. και αμτβ. 1. γράφω εικόνες, ζωγραφίζω. 2. διακοσμώ με εικόνες, έντυπο ή κτίριο, προσωπογραφώ (κάνω πορτρέτα), τοιχογραφώ: Εικονογραφήθηκε το βιβλίο από τον τάδε ζωγράφο. 3. μτφ., περιγράφω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)